- προενδημώ
- -έω, Α1. παραμένω, διαμένω προηγουμένως κοντά σε κάποιον2. επικρατώ, υπερισχύω προηγουμένως3. συνηθίζω εκ τών προτέρων σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐνδημῶ «διαμένω μόνιμα σ' έναν τόπο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.